
Ένας χρόνος πέρασε από την εκλογή του Γεώργιου Παπανδρέου ως πρωθυπουργού της Ελλάδας για να φτάσει ο Γιούτσοφ, που λεγόταν Νίκος Γιούτσος και του έμελλε να τον αποκτήσει ο Ολυμπιακός, στον οποίο μεγαλούργησε. Ήταν από εκείνα τα μικρά παιδιά που δεν καταλάβαιναν τι γινόταν στην Ελλάδα μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, άλλωστε ο Γιούτσοφ ήταν σχεδόν μωρό όταν τελείωσε, ουσιαστικά τον Οκτώβριο του 1944 και πρακτικά το 1945. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πώς, ύστερα από έναν πόλεμο, στα ενδότερα της χώρας θα γινόταν ακόμα ένας, απέναντι στους αντιστασιακούς της γερμανικής Κατοχής, το περίφημο ΕΑΜ, και τους καρπωτές των αγγλικών συμφερόντων, προεξαρχούσης της κυβέρνησης του Καΐρου, που επέστρεψε στην Ελλάδα μετά τη λήξη του Πολέμου. Ο τότε Γιούτσος, 6 ετών, βρέθηκε από τη γενέτειρά του, Καστοριά, σε μια ξένη χώρα μόλις το 1948, ένα χρόνο αφού ο εμφύλιος είχε γίνει η κυρίαρχη κατάσταση στη χώρα. Έφτασε στην Ουγγαρία, όπως πολύ κακήν κακώς ξενιτεμένοι Έλληνες και, φυσικά, μέσα από τη μελαγχολία που αντίκριζε στους γονείς του, η Ελλάδα φάνταζε ως ιδανικό, αν όχι το απόλυτο.
Stoiximan Κορυφαίες αποδόσεις για στοίχημα Online
Η πρώτη ομάδα του, άλλωστε, ήταν δημιούργημα της ελληνικής κοινότητας στη χώρα, μια χώρα που έχει δώσει το επώνυμο «Μπελογιάννης» σε χωριό, και είχε το όνομα «Όλυμπος». Ο Γιούτσοφ διακρίθηκε για το ταλέντο του, έπαιξε στην ουγγρική Τσάπελ και έφτασε στις παρυφές για να αγωνιστεί με την εθνική Ουγγαρίας -και μάλιστα σε μια συγκυρία μετά την επίθεση των σοβιετικών τανκς το 1956, όταν η επανάσταση των φοιτητών κάμφθηκε με μπόλικο αίμα. Η συγκυρία ήθελε τον Μάρτον Μπούκοβι προπονητή εκείνης της ομάδας, η οποία διελήθη εις τα εξ ων συνετέθησαν κατά τη διάρκεια προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης, το 1956, στην Ισπανία. Το ουγγρικό ποδόσφαιρο θα έβγαζε από καιρού εις καιρόν εξαιρετικά ικανούς ποδοσφαιριστές, ο Φλόριαν Άλμπερτ, ο Λάγιος Ντέταρι, ακόμα και ο Ντομινίκ Σομποσλάι, τώρα, θα ήταν από αυτούς, αλλά ύστερα από το άσυλο που ζήτησαν οι Ούγγροι, προεξάρχοντος του Φέρεντς Πούσκας, στην Ισπανία, το ποδόσφαιρο στη χώρα δεν θα ήταν πια το ίδιο.
Ο Γιούτσος δεν ήθελε να παίξει στην εθνική Ουγγαρίας, αλλά μάλλον ονειρευόταν να φορέσει τη γαλανόλευκη. Σε εκείνον άλλωστε, όταν ήρθε στην Ελλάδα με τη βοήθεια του Μανώλη Γλέζου και διαβατήριο μίας χρήσης για να παίξει στον Ολυμπιακό, που νίκησε την ΑΕΚ σε αυτήν την κρίσιμη αναμέτρηση, έτυχε η συγκεκριμένη αλληγορία, ένα επώνυμο που ταίριαζε ιδιαιτέρως με εκείνο ήρωα της ελληνικής Επανάστασης που κράτησε από το 1814 έως το 1829, με διάφορες τερατικές διακοπές, αλλά και μια ιαχή, που του αποδόθηκε στις κερκίδες του Καραϊσκάκη, το «έμπαινε Γιούτσο», που έγινε και τρεντ στην πλατφόρμα X μετά το θάνατό του την Τρίτη, 7 Νοεμβρίου, στην ηλικία των 81.
Novibet: Δίνει το 100% στους παίκτες της!
Είναι πραγματικά αλληγορικό και περιέχει μπόλικη ελληνικότητα, που ουδείς θα την βρει γραμμένη στα λογύδρια περί πατριωτισμού, πώς ένα σύνθημα έναν ξενιτεμένο ποδοσφαιριστή, που άμα τη αφίξει του την… άκουσε από την προχειρότητα που συνάντησε, έγινε κάτι σαν πολεμική ιαχή, όχι τελείως μακρινή από εκείνες που έβγαιναν στα βουνά της Πίνδου, τη μία από τις ελάχιστες φορές που η Ελλάδα έγινε ένα προκειμένου να πολεμήσει τους Ιταλούς. Έδειχνε, επίσης, πόσο εξαρτημένος από τον κόσμο του ήταν ο Ολυμπιακός, λίγο πριν ο Νίκος Γουλανδρής χτυπήσει το μεγάλο δίσκο για την αντίστροφή μέτρηση προκειμένου να γίνει ένα προεδροκεντρικό κλαμπ. Ο Γουλανδρής κράτησε τον Γιούτσο στην ομάδα έως το καλοκαίρι του 1974. Έπαιξε 330 παιχνίδια με την ερυθρόλευκη, όπως αναφέρεται και στην ανακοίνωση, και έβαλε 128 γκολ.
Betshop καθημερινοί αγώνες στοιχήματος και καζίνο εμπειρία
Ο Νίκος Γιούτσος υπήρξε εξαιρετικός ποδοσφαιριστής, άλλωστε σκόραρε τόσο στη θρυλική νίκη στη Σαρδηνία επί της Κάλιαρι, 1-0, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1972, όσο και στο 2-1 της Αθήνας μία εβδομάδα πριν, για τον πρώτο γύρο του Κυπέλλου UEFA (δύο νίκες που έκαναν τον Γουλανδρή να πιστεύει ακόμα και σε ευρωπαϊκό τρόπαιο, κάτι που έγινε η αρχή του τέλους του στον Ολυμπιακό), και αντάμωσε με τον Μάρτον Μπούκοβι το 1965 με τον Ολυμπιακό, για να κατακτήσει τα πρωταθλήματα του 1966, όταν με το δικό του γκολ στην τελευταία φάση επί του Πανσερραϊκού το χάρισε στους «ερυθρόλευκους», και του 1967, παρ’ ότι ο Μπούκοβι, επειδή ήταν Ούγγρος, έφυγε τον Δεκέμβριο του 1966, ενώ ήταν μέλος της σπουδαίας ομάδας του Λάκη Πετρόπουλου, που κατέκτησε τα πρωταθλήματα από το 1973 έως το 1975, στο τελευταίο των οποίων δεν ήταν. Έπαιξε 15 φορές στην Εθνική και πέτυχε 5 γκολ ενώ υπήρξε ο πρώτος υπηρεσιακός προπονητής στην Ιστορία του Ολυμπιακού που κάθισε στον πάγκο για ευρωπαϊκό ματς, το 3-0 από τη Μαρσέιγ στο «Βελοντρόμ» -στο περιβόητο παιχνίδι που ο Αλέξης Αλεξανδρής έκανε… τάκλιν στον Ντανιέλ Μπατίστα πριν αυτός πετύχει το γκολ της ισοφάρισης απέναντι στην OM, που είχε για επιθετικό τον Τόνι Κασκαρίνο και είχε υποβιβαστεί εκείνη τη χρονιά για τα οικονομικά σκάνδαλα του «φαντομά» Μπερνάρ Ταπί- για τον πρώτο γύρο του Κυπέλλου UEFA το 1994 και μόλις λίγες μέρες μετά την απόλυση του Νίκου Αλέφαντου.
Το «έμπαινε Γιούτσο» δεν είναι απλώς μια καλτ λαϊκή έκφραση, αλλά καθρεφτίζει μια ολόκληρη εποχή για την Ελλάδα, απλή εν τη γενέσει της και με τάση για ιλαρότητα.
Ο Μάντης